περιβαλλόμενος

περιβαλλόμενος
περιβάλλω
throw round
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • одѣтисѧ — (32), ОДЕЖ|ОУСѦ, ЕТЬСѦ гл. Одеться, облачиться: Въ одежю одѣвъсѧ. (περιβαλλόμενος) Изб 1076, 264; И въ дрѹгыи же д҃нь одѣвъс˫а въ одежю свѣтьлѹ и славьнѹ. ЖФП XII, 33г; и въ ризѹ одѣшасѧ много цѣньнѹ. (ἐσϑῆτι ἐχρήσαντο) КЕ XII, 81б; и помолисѧ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ακατήχητος — η, ο (Α ἀκατήχητος, ον) [κατηχῶ] αυτός που δεν έχει κατηχηθεί, δεν έχει διδαχθεί τις θεμελιώδεις αρχές τής χριστιανικής πίστης νεοελλ. αδασκάλευτος, ακατατόπιστος αρχ. κατά τη Σούδα «ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος» …   Dictionary of Greek

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • περίστυλος — ο / περίστυλος, ον ΝΑ [στύλος] 1. (για οικοδομήματα) αυτός που περιβάλλεται από κιονοστοιχία, περίπτερος 2. το ουδ. ως ουσ. το περίστυλο(ν) αρχιτ. συγκρότημα από σειρά ή σειρές κιόνων που περιβάλλουν ένα οικοδόμημα, κυρίως ναό ή αυλές… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους σπονδύλους 2. φρ. α) «σπονδυλική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής υποκλείδιας αρτηρίας β) «σπονδυλική στήλη» i) (ανατ. βιολ.) ο αξονικός σκελετός τού κορμού τών σπονδυλοζώων που υποβαστάζει την κεφαλή και… …   Dictionary of Greek

  • φόρουμ — το, ΝΜΑ άκλ. (στην αρχαιότητα) υπαίθριος χώρος λαϊκών συναθροίσεων περιβαλλόμενος από δημόσια οικοδομήματα και στοές που βρισκόταν στο κέντρο κάθε αρχαίας ρωμαϊκής πόλης και ο οποίος αποτελούσε τη ρωμαϊκή εκδοχή τής ελληνικής Αγοράς, από την… …   Dictionary of Greek

  • Βρετονικός κύκλος — Με τον τίτλο αυτό είναι γνωστή η συλλογή θρύλων και αφηγήσεων που αναφέρονται στον μυθικό βασιλιά Αρθούρο και στη στρογγυλή τράπεζά του, μία ομάδα ευσεβών πολεμιστών που τηρούσαν αυστηρά τους νόμους της τέλειας ιπποσύνης. Η ιστορική ύπαρξη του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Κοστρομά — (Kostroma). Πόλη (289.300 κάτ. το 2003) στο κεντρικό τμήμα της ευρωπαϊκής Ρωσίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (Kostromskaya, 60.100 τ. χλμ., 766.400 κάτ. το 2002). Είναι χτισμένη σε απόσταση 300 χλμ. από τη Μόσχα, στη συμβολή των ποταμών… …   Dictionary of Greek

  • Σούμαν — (Schumann). Επώνυμο δύο Γερμανών συνθετών. 1. Ρόμπερτ Αλεξάντερ. (Τσβίκαου 1810 Έντενιχ 1856). Σε ηλικία έξι ετών άρχισε να παίρνει μαθήματα μουσικής και γρήγορα έδειξε τόσο βαθιά και πλήρη κλίση προς τη μουσική, ώστε να μπορεί να λεχθεί πως για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”